Εφαρμογή του

ωοειδής στα γαλλικά
ωοειδής
λέγεται
ooi’dhis
.
ωοειδής
σημαίνει στα γαλλικά
ovale
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ωοειδής : ovale
- γατάκι / λαγάκι : lagure ovale / queue de lièvre
- ωοειδής φθορά : tache ovale
- ωοειδής πύελος : bassin ovalaire
- λιστέρα η ωοειδής : grande listère
- πάσπαλος η ωοειδής : herbe de dallis
- ωοειδής ξύστρα ίππου : étrille ovale
- ωοειδής φαιά ψώρα των οπωροφόρων : cochenille de l'olivier
- κάνιστρο για δίσκους με ωοειδής κοιλότητες : panier pour plateaux à alvéoles
Subscribe
0 Comments