Εφαρμογή του

όπιο στα γαλλικά
όπιο
λέγεται
’opio
.
όπιο
σημαίνει στα γαλλικά
opium
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- όπιο : op / opium
- όπιο : opium
- οπιομανία / εθισμός προς το όπιο : opiomanie / opiumisme
- οπιομανία / εξάρτηση από το όπιο : opiomanie
- οπιομανείς / εξαρτημένοι από το όπιο : opiomanes
- ακατέργαστο όπιο : opium brut
- φαρμακευτικό όπιο : opium médicinal
- όπιο για κάπνισμα : opium à fumer
- κατεργασμένο όπιο : opium préparé
Subscribe
0 Comments