Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ύψωμα στα γαλλικά
ύψωμα
λέγεται
’ipsoma
.
ύψωμα
σημαίνει στα γαλλικά
altitude / hauteur
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ύβωμα / ύψωμα : ondulation
- γύλοφος / συνοριακό ύψωμα : borne / cairn
- υποθαλάσσιο ύψωμα : haut-fond
- λόφος/ύψωμα : colline
- ανύψωση/ύψωμα [γεωλογικός όρος] : montée (géologique
- ανύψωση/ύψωμα [γεωλογικός όρος] : montée (géologique)
- ύβωμα/ύψωμα : houle
Subscribe
0 Comments


