Εφαρμογή του

ώριμος στα γαλλικά
ώριμος
λέγεται
’orimos
.
ώριμος
σημαίνει στα γαλλικά
mûr
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ώριμος : mur
- ώριμος / γινομένος : prêt FAIT
- άωρος / πρώιμος : immature / indifférencié
- άωρος / πρώιμος : immature
- ώριμος οίνος : vin fruité
- ώριμος τυρός : fromage bien fait
- ώριμος ποταμός : cours d'eau au stade de maturité
- ώριμος καταρράκτης / καθολικός καταρράκτης : cataracte mûre
- ώριμος ηλικία υλοτομίας : âge d'exploitabilité
- καρπός ώριμος κατά τα 3/4 : fruit trois quarts plein
Subscribe
0 Comments