Εφαρμογή του
a priori στα ελληνικά
a priori
λέγεται
απριορί
.
a priori
σημαίνει στα ελληνικά
εκ των προτέρων / προκαταλήψεις
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- visa a priori : εκ των προτέρων θεώρηση
- probabilité à priori : à priori πιθανότητα / εκ των προτέρων πιθανότητα
- surveillance statistique a priori : εκ των προτέρων στατιστική παρακολούθηση
- probabilité à priori peu vraisemblable : διαχυμένη à priori κατανομή / μη πληροφοριακή à priori κατανομή
Subscribe
0 Comments