Εφαρμογή του
abattre στα ελληνικά
abattre
λέγεται
αμπάτρ
.
abattre
σημαίνει στα ελληνικά
γκρεμίζω / κατεδαφίζω / ρίχνω / κόβω (δέντρο) / καταρίχνω / σφάζω / θανατώνω / κατεβάζω (τα χαρτιά μου) / cette maladie l’a abattu αυτή η αρρώστια τον έριξε κάτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- abattre : αναστρέφω
- lunette / siège de W.-C : κάθισμα τουαλέτας / κάθισμα αποχωρητηρίου
- abattis : εντόσθια πουλερικών
- abat-jour : σκιάδα
- abattant : λουκέτο / μάνδαλο
- abattant : κλαπέ / κλαπέτο
- cubage / estimation matière : κυβισμός
- abats : εντόσθια
- abat-jour : κν.αμπαζούρ / ανταυγαστήρας
- abattu : εσφαγμένος
Subscribe
0 Comments