Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

abus στα ελληνικά
abus
λέγεται
αμπύ
.
abus
σημαίνει στα ελληνικά
κατάχρηση / il y a de l’ abus το παράκανες
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- abus / fraude : φoρoδιαφυγή
- abus : κατάχρηση
- DAM / directive sur les abus de marché : Οδηγία σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς / MAD
- CMO / Schéma multidisciplinaire complet : CMO / Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο για τις μελλοντικές ενέργειες καταπολέμησης της κατάχρησης ναρκωτικών' Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο
- CICAD / Commission interaméricaine de lutte contre l'abus des drogues : CICAD / Διαμερικανική Επιτροπή για τον Ελεγχο της Παράνομης Χρήσης Ναρκωτικών
- Fonds des Nations Unies pour la lutte contre l'abus des stupéfiants / Fonds des Nations unies pour la lutte contre l'abus des drogues : Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Ελεγχο της Κατάχρησης Ναρκωτικών
- abus sexuel : γενετήσια κακοποίηση / σεξουαλική κακοποίηση
- abus de droit : κατάχρηση δικαιώματος
- abus de marché : κατάχρηση αγοράς
- abus prolongé / abus continuel : μακροχρόνια κατάχρηση
Subscribe
0 Comments


