Εφαρμογή του

accéder στα ελληνικά
accéder
λέγεται
αξεντέ
.
accéder
σημαίνει στα ελληνικά
φτάνω μέχρι / πηγαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- accéder au réseau / adresser le réseau : απευθύνομαι προς το δίκτυο
- Partie accédante : προσβασιούχος
- accéder à un emploi : καταλαμβάνω θέση εργασίας
- accéder à un emploi supérieur : προβιβάζομαι / καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση
- accéder automatiquement à l'échelon suivant : προάγομαι αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο
- voyageur accédant à pied au point de départ : οδοιπόρος επιβάτης
- les territoires qui accèdent à l'indépendance : τα εδάφη των οποίων κηρύσσεται η ανεξαρτησία
- les travailleurs qui veulent accéder à cette activité : οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα
Subscribe
0 Comments