Εφαρμογή του

accentuer στα ελληνικά
accentuer
λέγεται
αξαντυέ
.
accentuer
σημαίνει στα ελληνικά
τονίζω / accentué έντονος / s’ accentuer δυναμώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vallon / vallée sèche : ταπείνωση / απομονωμένο φυσικό βύθισμα
- piqué accentué : κατακόρυφη βύθιση
- voyelle accentuée : τονούμενο φωνήεν
- contraste accentué : τονισμένη αντίθεση
- réflexion accentuée : Eνισχυμένη ανάκλαση
- enfonçure accentuée / enfonçure prononcée : μεγάλο κοίλωμα / μεγάλο βούλιαγμα
- accentuer son effort de prêt : 1)εντείνω τη χρηματοδοτική δραστηριότητα;2)κλιμακώνω τη χρηματοδοτική δραστηριότητα
Subscribe
0 Comments