Εφαρμογή του

accès στα ελληνικά
accès
λέγεται
αξέ
.
accès
σημαίνει στα ελληνικά
είσοδος / πρόσβαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Accès : πρόσβαση
- accès / porte : θύρα
- accès / paire de bornes : ζεύγος ακροδεκτών
- accès / porte : θύρα / ζεύγος ακροδεκτών
- abord / accès : προσέγγιση
- accès / crise : κρίση / προσβολή
- accès : πρόσβαση
- PA / accès : θύρα / θύρα πρόσβασης
- accès : πρόσβαση' προσπέλαση
Subscribe
0 Comments