Εφαρμογή του

accord στα ελληνικά
accord
λέγεται
ακόρ
.
accord
σημαίνει στα ελληνικά
συμφωνία / συγκατάθεση / d’ accord σύμφωνοι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- accord : συμφωνία
- ALENA / Accord de libre-échange nord-américain : ΒΑΣΕΣ / Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών
- accord / syntonisation : συντονισμός / συντονισμός κυκλώματος
- accord : συναίνεση
- accord : συγκατάθεση
- accord : σύμφωνο / συμφωνία
- accord : εκπλήρωση συμβάσεως
Subscribe
0 Comments