Εφαρμογή του

accouplement στα ελληνικά
accouplement
λέγεται
ακουπλεμάν
.
accouplement
σημαίνει στα ελληνικά
ζευγάρωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- accouplement : οχεία
- accouplement : σύνδεσμος
- embrayage / accouplement : σύζευξη / σύμπλεξη
- interface / nterfaçage : διεπικοινωνία / αλληλεπικοινωνία
- accouplement : σύζευξη / ενδοσύνδεση
- accouplement : σύνδεση δύο μερών
- accouplement : συμπλέκτης / σύνδεσμος μεταδόσεως κινήσεως
- accouplement : σύζευξη / ζευγάρωμα
- accouplement / accouplement d'arbres : συζεύκτης αξόνων
- monte double / double accouplement : διπλή οχεία
Subscribe
0 Comments