Εφαρμογή του

accrochage στα ελληνικά
accrochage
λέγεται
ακροσάζ
.
accrochage
σημαίνει στα ελληνικά
καβγάς / τρακάρισμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- accrochage : σημείο ανάρτησης
- accrochage : δάγκωμα / αγκύρωση
- accrochage : επίτευξη συγχρονισμού
- adhérence / accrochage : συνάφεια / προσκόλληση
- accrochage : αγκίστρωση / συγκράτηση
- capture / accrochage : λήψη / σύλληψη
- accrochage : σκάλωμα
- accrochage : ανάρτηση
- hausse / pied support : στήριγμα σωλήνων / υποστάτης γραμμής
- prise du blanc / accrochage du blanc : έναρξη αποικισμού υποστρώματος
Subscribe
0 Comments