Εφαρμογή του

acheminer στα ελληνικά
acheminer
λέγεται
ασεμινέ
.
acheminer
σημαίνει στα ελληνικά
μεταφέρω / s’ acheminer πορεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- acheminer : μεταφέρω
- acheminer : προωθώ εμπορικά τρένα
- acheminer / acheminement : δρομολόγηση
- intensite de trafic / intensité du trafic acheminé : ροή κίνησης / ροή
- volume du trafic acheminé : ποσότητα διεκπεραιούμενης κίνησης
- tentative d'appel acheminée : απόπειρα επιτυχούς κλήσης
- acheminer au-delà du point d'évaluation caf les biens importés : διακίνηση των εισαγομένων αγαθών πέρα από το σημείο αποτίμησης cif
Subscribe
0 Comments