Εφαρμογή του

acheter στα ελληνικά
acheter
λέγεται
αστέ
.
acheter
σημαίνει στα ελληνικά
αγοράζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- acheter / commander en nombre : αγοράζω / παραγγέλω σε μεγάλο αριθμό
- acheté-vendu / transaction d'achat-revente : συναλλαγή πώλησης-επαναγοράς / ταυτόχρονη αγορά-πώληση μετοχής
- acheter à terme : αγοράζω επί προθεσμία
- aliments achetés : αγορασμένη συμπληρωματική ζωοτροφή
- acheter un billet : βγάζω εισιτήριο / αγοράζω εισιτήριο
- marché sur-acheté : υπερ-αγορασμένη αγορά
- acheter à découvert : κερδοσκοπική αγορά μετοχών / ακάλυπτες χρηματιστηριακές συναλλαγές
- titre acheté à terme : προθεσμιακή αγορά τίτλων
- rente viagère achetée : αγορασθείσα πρόσοδος ζωής
- acheter au son du canon : αγοράζω υπό τους ήχους των κανονιών
Subscribe
0 Comments