Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

actif στα ελληνικά
actif
λέγεται
ακτίφ
.
actif
σημαίνει στα ελληνικά
ενεργητικό / δραστήριος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- actif : περιουσιακό στοιχείο / στοιχείο ενεργητικού
- TACHC / Actifs et crédits adossés à de l'immobilier commercial : τιτλοποιημένο εμπορικό ενυπόθηκο δάνειο
- actif : ενεργητικό
- actif / combatif : μαχητικός / δραστήριος
- actif / radioactif : ραδιενεργός
- actif : ενεργός / ενεργητικός
- N10 / U10 : N10 / U10
- Association européenne de la gestion d'actifs et de fonds / EFAMA : Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχείρισης Κεφαλαίων και Περιουσιακών Στοιχείων / EFAMA
Subscribe
0 Comments


