Εφαρμογή του

adopter στα ελληνικά
adopter
λέγεται
αντοπτέ
.
adopter
σημαίνει στα ελληνικά
υιοθετώ / υπερψηφίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- enfant adopté / enfant adoptif : θετό τέκνο / υιοθετούμενος
- enfant adopté / enfant adoptif : θετό τέκνο
- marge adoptée / marge nominale : περιθώριο σχεδιασμού / περιθώριο υπολογισμού
- adoptant unique : N/A (EL)
- classe adoptée : επιλεγμένη κατηγορία
- ligne à suivre / position à adopter : ακολουθητέα γραμμή
- traité adopté : συνθήκη υιοθετηθείσα
- paramètre adopté : επιλεγμένη παράμετρος
- adopter un amendement : επιφέρω τροποποιήσεις / εγκρίνω τροπολογίες στο σχέδιο προϋπολογισμού
- adopter sans rapport : εγκρίνω χωρίς έκθεση
Subscribe
0 Comments