Εφαρμογή του

aérer στα ελληνικά
aérer
λέγεται
αερέ
.
aérer
σημαίνει στα ελληνικά
αερίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aérer / ventiler : αερίζω / εξαερίζω
- GA / garderie aérée : εξοχικός παιδικός σταθμός
- malt aéré : βύνη aéré
- béton aéré / béton à air occlus : κυψελωτό σκυρόδεμα / σκυρόδεμα με αερακτικό
- zone aérée : αεριζόμενη ζώνη
- vortex aéré : αεριζόμενη δίνη
- filtre aéré / lit bactérien aéré : αεριζόμενη βακτηριακή κλίνη / αεριζόμενο βιολογικό φίλτρο
- lagune aérée : αεριζόμενη λίμνη
- véhicule aéré : αεριζόμενο όχημα
- empilage aéré : αεριζόμενη στοίβαξις
Subscribe
0 Comments