Εφαρμογή του

aérien στα ελληνικά
aérien
λέγεται
αεριέν
.
aérien
σημαίνει στα ελληνικά
εναέριος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aérien / antenne : κεραία
- stolon / coulant : παραφυάδα
- veille automatique / ROEM : SIGINT / πληροφορίες σημάτων
- aérien : κεραία
- NATMC / Comité OTAN de gestion de la circulation aérienne : NATMC / Επιτροπή Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας
- AESA / Agence européenne de la sécurité aérienne : Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας / EASA
- MANPADS / système antiaérien portable : MANPADs / φορητό σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας
- Co-Mat / matériel du transporteur aérien : Co-Mat / υλικό αεροπορικής εταιρίας
- GAA / général : πτέραρχος
- UAV / drone : UAV / μη επανδρωμένο αεροσκάφος
Subscribe
0 Comments