Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

affermir στα ελληνικά
affermir
λέγεται
αφερμίρ
.
affermir
σημαίνει στα ελληνικά
εδραιώνω / παγιώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- affermissant : σκληρυντικός παράγοντας
- affermissant : σκληρυντής
- affermissants : σκληρυντικοί παράγοντες
- affermir les sauvegardes de la paix et de la liberté : παγιώνουν τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ελευθερίας
Subscribe
0 Comments


