Εφαρμογή του

affluence στα ελληνικά
affluence
λέγεται
αφλυάνς
.
affluence
σημαίνει στα ελληνικά
κίνηση / συνωστισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- entrée / affluent : εισροή/αναρρόφηση
- heure de pointe / heure d'affluence : ώρα κυκλοφοριακής αιχμής / ώρα μέγιστης συγκοινωνιακής επίβίβασης
- heures d'affluence : ώρες αιχμής / ώρα μεγάλης κίνησης
- affluence de voyageurs : εισροή επιβατών / πληθώρα επιβατών
Subscribe
0 Comments