Εφαρμογή του

affût στα ελληνικά
affût
λέγεται
αφύ
.
affût
σημαίνει στα ελληνικά
être à l’ affût ψάχνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- affût : υποστάτης
- affût : εξέδρα γεώτρησης / ικρίωμα γεώτρησης
- affût : φυλάχτρα(θηλ.)
- affût spécial : βάση πυροβόλου
- colonne a vis / affut a coulisse : κολώνα κοχλία
- affut a colonne hydraulique : άξονας υδραυλικής στήλης
Subscribe
0 Comments