Εφαρμογή του

âge στα ελληνικά
âge
λέγεται
αζ
.
âge
σημαίνει στα ελληνικά
ηλικία / quel âge as-tu? πόσων χρονών είσαι;
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- âge : ηλικία/περίοδος (γεωλογική)
- âge : ηλικία
- AGE / accords généraux d'emprunt : ΓΣΔ / Γενική συμφωνία δανειοληψίας
- AGE / accord général d'emprunt : Γενική Συμφωνία Δανεισμού / Γενικές Pυθμίσεις Δανεισμού
- age : άξονας / σταβάρι
- TFA / taux de fécondité par âge : ποσοστό γονιμότητας ανά ηλικία / ποσοστό γονιμότητας κατά ηλικία
- TIDE / initiative technologique en faveur des personnes handicapées et des personnes âgées : TIDE / κοινοτική τεχνολογική πρωτοβουλία υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
- TIDE / Technologie au service de l'intégration économique et sociale des handicapés et des personnes âgées : TIDE / Τεχνολογία για την κοινωνικοοικονομική ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
- AG / âge gestationnel : ηλικία κυήσεως
Subscribe
0 Comments