Εφαρμογή του

aigu στα ελληνικά
aigu
λέγεται
εγκύ
.
aigu
σημαίνει στα ελληνικά
διαπεραστικός / accent aigu οξεία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- SRAS / syndrome respiratoire aigu sévère : SARS / ΣΟΑΣ
- aigu : οξύς
- aigu : αιχμηρός / διαπεραστικός
- ARfD / dose de référence aiguë : ΔΑΟΕ / δόση αναφοράς οξείας έκθεσης
- IAPV / virus israélien de la paralysie aiguë : Ισραηλινός ιός της οξείας παράλυσης
- DARf / DAR : ARfD / ΔΑΟΕ
- TERa / rapport toxicité aiguë : TERa / λόγος οξείας τοξικότητας
- SDRA / syndrome de détresse respiratoire aiguë : σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (Preferred) / σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας ενήλικου
Subscribe
0 Comments