Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

aiguille στα ελληνικά
aiguille
λέγεται
εγκυίγ
.
aiguille
σημαίνει στα ελληνικά
βελόνα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aiguille / aiguillage : βελόνη / λοστός
- aiguille : Βελόνη σύριγγας
- aiguille / aiguillage : ελάνα / κλειδί
- aiguille : βελόνα
- aiguille / hameçon droit : ευθύ αγκίστρι
- bûche / aiguille : λοξοκομμένος μίσχος
- aiguille : δείκτης
- pointe / aiguille : αιχμή / βελόνα
Subscribe
0 Comments


