Εφαρμογή του

ail στα ελληνικά
ail
λέγεται
άιγ
.
ail
σημαίνει στα ελληνικά
σκόρδο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ail : σκόρδα / σκόρδο
- ail : σκόρδο
- alliacé / goût d'ail : οσμή σκόρδου / γεύση σκόρδου
- alliacé / goût d'ail : γεύση σκορόδου
- rocambole / ail d'Espagne : κρόμμυον το σκοροδόπρασον
- gout d'ail : σκορδίλα / γεύση σκόρδου
- ail bâtarde : νοθόσκορδο το εύοσμο
- ail sauvage / ail des vignes : σκόροδον το άγριον / κρόμμυον το οινόχρουν
- ail d'Orient / ail à cheval : σκόρδο της Ανατολής
- gousse d'ail : σκελίς σκόρδου
Subscribe
0 Comments