Εφαρμογή του

air στα ελληνικά
air
λέγεται
ερ
.
air
σημαίνει στα ελληνικά
αέρας / ύφος / il fait de l’ air φυσάει / avoir l’ air φαίνομαι / σκοπός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- air : αέρας
- AIR / AAIR : Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της γεωργικής και γεωργοβιομηχανικής έρευνας(1990-1994)
- AIR / contrôle air : AIR / καταχώριση για εναέριο έλεγχο
- UAV / drone : UAV / μη επανδρωμένο αεροσκάφος
- TSA / tonne sèche à l'air : ξηρό σε αέρα βάρος
- air : εμφάνιση λευκού χώρου / παρουσία λευκού χώρου
- AIR / actions innovatrices de réadaptation : AIR / καινοτόμοι θεματικές ενέργειες αποκατάστασης
- AIR / programme de recherche en agriculture et agro-industrie y compris la pêche : AIR / ΄Ερευνα για τη γεωργία και τη βιομηχανία γεωργικών προϊόντων συμπεριλαμβομένης της αλιείας
- DAF / filtre à air de dilution : φίλτρο αραίωσης αέρα / φίλτρο αέρα αραιώσεως
- PAF / police aux frontières : PAF / Paf
Subscribe
0 Comments