Εφαρμογή του

aisé στα ελληνικά
aisé
λέγεται
εζέ
.
aisé
σημαίνει στα ελληνικά
ευκατάστατος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- accès aisé aux équipements et au câblage : εύκολη προσπέλαση στον εξοπλισμό και στην καλωδίωση
- accès aisé au temps de radiodiffusion et de câble : ικανοποιητική χρησιμοποίηση των ραδιοτηλεοπτικών και καλωδιακών μεταδόσεων
Subscribe
0 Comments