Εφαρμογή του

album στα ελληνικά
album
λέγεται
αλμπόμ
.
album
σημαίνει στα ελληνικά
λεύκωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- album : άλμπουμ / λεύκωμα
- album / corbeille : περιοχή αποθήκευσης πρόσφατων διεργασιών
- pavot blanc / pavot à opium : παπαρούνα οπίου / μήκων η υπνοφόρος
- album en tissu / album indéchirable pour enfants : παιδικό λεύκωμα που δεν σχίζεται
- album à colorier : λεύκωμα ζωγραφικής
- album à dessiner : λεύκωμα ιχνογράφησης
- album pour timbres : λεύκωμα γραμματοσήμων
- fonderie sur album : ειδικευμένο χυτήριο μαζικής παραγωγής
- album pour photographies : λεύκωμα φωτογραφιών / φωτογραφικό άλμπουμ
- album en feuilles mobiles : άλμπουμ με κινητά φύλλα / λεύκωμα με κινητά φύλλα
Subscribe
0 Comments