Εφαρμογή του

albumine στα ελληνικά
albumine
λέγεται
αλμπουμίν
.
albumine
σημαίνει στα ελληνικά
λεύκωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- albumine : αλβουμίνη
- albumine : λεύκωμα
- albumine : λεύκωμα / αλβουμίνη
- albumines : λευκωματίνες
- albuminate / sel des albumines : αλβουμινικό / άλας αλβουμινών
- lactalbumine / lacto-albumine : γαλακταλβουμίνη
- sérum-albumine / albumine du sang : οροαλβουμίνη / αλβουμίνη του αίματος
- albumine animale / protéine d'origine animale : ζωική αλβουμίνη / ζωική λευκωματίνη
- albumine humaine : ανθρώπινη αλβουμίνη
- colle d'albumine : κόλλα αλβουμίνης
Subscribe
0 Comments