Εφαρμογή του

aléatoire στα ελληνικά
aléatoire
λέγεται
αλεατουάρ
.
aléatoire
σημαίνει στα ελληνικά
αβέβαιος / άδηλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aléatoire : τυχαίος
- aléatoire : Τυχαίο
- aléatoire / au hasard : τυχαίος
- accès CSMA / accès multiple avec détection de porteuse : πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας
- variate / variable aléatoire : τυχαία μεταβλητή
- libre accès / accès imprévu : random access / άμεση πρόσβαση
- accès libre / accès direct : άμεση πρόσβαση / τυχαία πρόσβαση
- MEV / Ram : Ram / μνήμη ανάγνωσης-γραφής τυχαίας προσπέλασης
- PS-RAM / mémoire pseudo-statique à lecture-écriture à accès aléatoire : PS-RAM / ψευδο-στατική μνήμη ανάγνωσης-γραφής τυχαίας προσπέλασης
- Ramdac / convertisseur numérique : μετατροπέας βίντεο ψηφιακός/αναλογικός με μνήμη ανάγνωσης-γραφής τυχαίας προσπέλασης
Subscribe
0 Comments