Εφαρμογή του

aliéner στα ελληνικά
aliéner
λέγεται
αλιενέ
.
aliéner
σημαίνει στα ελληνικά
αλλοτριώνω / aliéné παράφρονας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aliéné : φρενοβλαβής
- asile d'aliénés : φρενοκομείο / άσυλο φρενοβλαβών
- aliéner un appareil / condamner la télécommande d'un appareil : θέση εκτός λειτουργίας του τηλεχειρισμού μιας συσκευής / μη δυνατότης χειρισμού μιας συσκευής από τον τηλεχειρισμό της
- représentation légale d'un aliéné / représentation légale d'un dément : η εκ του νόμου αντιπροσώπευση φρενοβλαβούς
- autorisation d'aliéner un terrain : άδεια αγοραπωλησίας γης / άδεια αγοραπωλησίας αγροτεμαχίων
- acquérir ou aliéner des biens mobiliers et immobiliers : αποκτά ή διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία
- acquérir ou aliéner des biens immobiliers et mobiliers : αποκτώ ή διαθέτω κινητή και ακίνητη περιουσία
Subscribe
0 Comments