Εφαρμογή του

alléger στα ελληνικά
alléger
λέγεται
αλεζέ
.
alléger
σημαίνει στα ελληνικά
ελαφρύνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- allège : Γυάλινο παραπέτασμα
- allège : ποδιά παραθύρου
- allège : ημιστηθαίον(κ.κουρτέλο)
- fût allégé / fût en contreplaqué : ελαφρύ βαρέλι / βαρέλι από κόντρα πλακέ
- LAT / outil allégé de création : εργαλείο συγγραφής
- beurre allégé / trois quarts beurre : ελαφρό βούτυρο / βούτυρο "τρία τέταρτα"
- allège à grue : φορτηγίδα με γερανό
- porte-allèges : πλοίο μεταφοράς φορτηγίδων
- beurre allégé : βούτυρο με μειωμένα λιπαρά
- allège postale : μικρό ταχυδρομικό όχημα
Subscribe
0 Comments