Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

amarre στα ελληνικά
amarre
λέγεται
αμάρ
.
amarre
σημαίνει στα ελληνικά
κάβος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- amarre : πρυμάτσα / πρυμνίσιο σχοινί
- culée / amarre : άγκυρα
- amarre : δέσιμο / έχμασις
- lier / fixer : δένω / προσδένω
- amarrer : πρόσδεση
- amarrer : προσδένω
- amarrer / tourner(une manoeuvre) : αναδένω / επισκαλμώ
- amarrer : ορμίζω / αμφιδετώ
- croupiat / amarre d'arrière : πρυμάτσα / πρυμνίσιο σχοινί
- croupière / embossure : πλαγιοδέτης
Subscribe
0 Comments


