Εφαρμογή του

aménager στα ελληνικά
aménager
λέγεται
αμεναζέ
.
aménager
σημαίνει στα ελληνικά
διαμορφώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cage aménagée : διευθετημένος κλωβός
- terrain aménagé / terrain viabilisé : οικοδομήσιμο γήπεδο / διαρρυθμισμένη έκταση γης
- suite aménagée : συνέχεια υλοτομίας
- container "p.a." / conteneur à porteur aménagé : κοντέινερ με ειδικό φορέα / εμπορευματοκιβώτιο με ειδικό φορέα
- terrains aménagés : οικοδομημένη έκταση
- cage non aménagée : σύστημα μη διευθετημένων κλωβών
- piste non aménagée / piste non préparée : αεροδρόμιο μη προετοιμασμένο
- terrain non aménagé : μη οικοδομημένο γήπεδο
- wagon porte-conteneurs / wagon plat aménagé pour le transport de conteneurs : όχημα μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων
- modèle forestier normal / état normal d'une forêt aménagée : κανονικόν δάσος
Subscribe
0 Comments