Εφαρμογή του

amendement στα ελληνικά
amendement
λέγεται
αμανντμάν
.
amendement
σημαίνει στα ελληνικά
τροπολογία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- amendement : τροπολογία / τροποποίηση
- amendement : τροποποίηση
- amendement : τροπολογία
- amendement / conditionneur du sol : βελτιωτικό εδάφους / βελτιωτικόν δομής εδάφους
- amendements : εδαφοβελτιωτικά
- amendement oral : προφορική τροπολογία
- amendement de loi / amendement à une loi : τροποποίηση νόμου
- amendement du sol : βελτίωση του εδάφους
Subscribe
0 Comments