Εφαρμογή του

amener στα ελληνικά
amener
λέγεται
αμνέ
.
amener
σημαίνει στα ελληνικά
φέρνω / s’ amener καταφθάνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- amener : σηκώνω άγκυρα
- amenée / entrée : είσοδος της αντλίας / στόμιο εισαγωγής της αντλίας
- centrer / amener en coïncidence : κέντρωση / φέρω σε σύμπτωση
- backhaul / réseau d'amenée : οπισθοζευκτικό
- chute(B) / goulotte d'amenée des billes : αυλάκι-αγωγός τροφοδοσίας με σφαιρίδια
- conducteur / "bus-barres" : αγωγός
- gaine à air / conduit à air : αγωγός αέρα / σωλήνας αέρα
- amenée d'eau / adduction d'eau : μεταφορά ύδατος / διοχέτευση ύδατος
- tube omnibus / tube d'amenée de courant : ρευματοφόρος σωλήνας
- amenée d'air : αεραγωγός
Subscribe
0 Comments