Εφαρμογή του

ameublement στα ελληνικά
ameublement
λέγεται
αμεμπλεμάν
.
ameublement
σημαίνει στα ελληνικά
επίπλωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ameublement : επίπλωση
- mobilier / ameublement : έπιπλο / επίπλωση
- garnisseur(B) / tapissier d'ameublement : ταπετσιέρης επιπλώσεων
- damas d'ameublement : δαμάσκο επιπλώσεων / δαμάσκο για ταπετσαρίες
- tissu d'ameublement : ύφασμα επίπλωσης
- câblé d'ameublement : κόρδα επίπλωσης
- câblé pour ameublement : κορδέλα ταπετσαρίας
- industrie de l'ameublement : βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων / βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων)
- matériel de mélange et d'ameublement : εγκατάσταση αναμικτήρα και σπαστήρα
Subscribe
0 Comments