Εφαρμογή του

amplifier στα ελληνικά
amplifier
λέγεται
ανπλιφιέ
.
amplifier
σημαίνει στα ελληνικά
ευρύνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- amplifier : ενισχύω
- CAG amplifiée / commande automatique de gain amplifiée : ενισχυμένος αυτόματος έλεγχος απολαβής
- vitesse amplifiée / vitesse multipliée : πολλαπλασιασμένη ταχύτητα / πολλαπλασιασμένος αριθμός στροφών
- côté de l'amplifiée : επέκταση πλευράς
- oscillation amplifiée : ασταθής ταλάντωση
- section élémentaire amplifiée : στοιχειώδες τμήμα επαναλήπτη
- amplifier artificiellement les marges : αυξάνω τεχνητά τα περιθώρια
Subscribe
0 Comments