Εφαρμογή του

analogue στα ελληνικά
analogue
λέγεται
αναλόγκ
.
analogue
σημαίνει στα ελληνικά
ανάλογος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- analogue : ανάλογος
- Arthustype / réaction analogue au phénomène d'A : τύπος του Arthus
- pays analogue : ανάλογη χώρα
- hormone bromée / analogue bromé de l'hormone thyroïdienne : θυρεοειδική ορμόνη που αντιστοιχεί στο βρώμιο
- analogue de gène : ανάλογο γονίδιο
- zone clé analogue : κλειδί ανάλογων ζωνών
- organes analogues : ανάλογα όργανα
- analogue hydroxylé : υδροξυ-ανάλογο
- analogues des bases : χημικαί ενώσεις ανάλογοι πρός τας βάσεις
- procédures analogues : παρεμφερείς διαδικασίες
Subscribe
0 Comments