Εφαρμογή του

anémié στα ελληνικά
anémié
λέγεται
ανεμιέ
.
anémié
σημαίνει στα ελληνικά
αναιμικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- virus de l’anémie infectieuse du saumon / ISAV : ιός της ΛΑΣ / ιός της λοιμώδους αναιμίας του σολομού
- AIS / anémie infectieuse du saumon : ΛΑτΣ / λοιμώδης αναιμία του σολομού
- chlorose / chlorose des jeunes filles : χλώρωση
- AIE / typho-anémie du cheval : λοιμώδης αναιμία των ιπποειδών
- sicklémie / drépanocytose : δρεπανοκυτταρική αναιμία
- thalassémie / anémie méditerranéenne : μεσογειακή αναιμία
- anémie aiguë : οξεία αναιμία
- anémie sénile : γεροντική αναιμία
- immuno-anémie / anémie hémolytique immuno-allergique : ανοσοαναιμία
- anémie occulte : λανθάνουσα αναιμία
Subscribe
0 Comments