Εφαρμογή του

apercevoir στα ελληνικά
apercevoir
λέγεται
απερσεβουάρ
.
apercevoir
σημαίνει στα ελληνικά
βλέπω / s’ apercevoir καταλαβαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aperçu vidéo : εισαγωγική βιντεοπαρουσίαση
- aperçu général : γενική συνοπτική εικόνα
- aperçu général / vue d'ensemble : γενική επισκόπηση
- aperçu financier : οικονομική ανασκόπηση
- aperçu de station : συνοπτικά χαρακτηριστικά σταθμού
- impression aperçue au verso : διαφάνεια από την αντίθετη όψη του χαρτιού
- aperçu des activités du Conseil : Επισκόπηση των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου
- aperçu des menaces à caractère terroriste : επισκόπηση τρομοκρατικών ενεργειών
Subscribe
0 Comments