Εφαρμογή του

appareillage στα ελληνικά
appareillage
λέγεται
απαρεγιάζ
.
appareillage
σημαίνει στα ελληνικά
απόπλους / οικοσκευή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- appareillage : συσκευές / εγκαταστάσεις
- appareillage : εξαρτήματα,εξοπλισμός,συσκευές
- appareillage : διατάξεις διακοπής και ελέγχου
- appareillage : αναχώρηση
- appariement / appareillage : ταίριασμα
- appariement / appareillage : προσαρμογή
- appareiller / mettre en état d'appareillage : ετοιμάζω για απόπλου
- moyen de mesure / appareil de mesure : όργανο μέτρησης
- appareillage VOR : εγκατάσταση VOR / εγκατάσταση πανδιευθυντικού ραδιοφάρου λίαν υψηλής συχνότητας
- gros appareillage / grand appareillage : σημαντικός εξοπλισμός / μεγάλο σύνολο εργαλείων
Subscribe
0 Comments