Εφαρμογή του

appareiller στα ελληνικά
appareiller
λέγεται
απαρεγέ
.
appareiller
σημαίνει στα ελληνικά
αποπλέω / βάζω ανά δύο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- appareiller : ζευγαρώνω
- appareiller : αναχωρώ / σαλπάρω
- appareiller / prendre la mer : αποπλέω
- appareiller / mettre en état d'appareillage : ετοιμάζω για απόπλου
- paré à appareiller : υπ'ατμόν / έτοιμο προς αναχώρηση
- côté à appareiller : πλευρά αντιρροπήσεως η άλλη πλευρά της εργαζομένης
- placage appareillé : συναρμολογημένον φλοίωμα
- maçonnerie appareillée : τοιχοποιία με λίθους κατά στρώσεις
- perré en maçonnerie appareillée : αρμολογημένη λιθοδομή
Subscribe
0 Comments