Εφαρμογή του

appât στα ελληνικά
appât
λέγεται
απά
.
appât
σημαίνει στα ελληνικά
δόλωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aiche / appât : δόλωμα
- appât : προσελκυστικό
- appât : δόλωμα
- canneur / thonier à appât vivant : πτητική ουσία που προσελκύει τα έντομα
- piège-appât : δολωματική παγίδα
- appât vivant : ζωντανό δόλωμα
- appât vivant : ζωνταντό δόλωμα
- pêche à l'appât / pêche à l'appât vivant : αλιεία με ζωντανό δόλωμα / αλιεία ζωντανού δολώματος
Subscribe
0 Comments