Εφαρμογή του

appliquer στα ελληνικά
appliquer
λέγεται
απλικέ
.
appliquer
σημαίνει στα ελληνικά
εφαρμόζω / βάζω / appliqué επιμελής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- appliquer : εφαρμόζω
- appliquer : Αντιστοιχώ / απεικονίζω
- appliquer : επαλείφω
- droit NPF / tarif de la nation la plus favorisée : ποσοστό που επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη,τα οποία απολαύουν της μεταχειρίσεως του μάλλον / δασμός του μάλλον ευνοούμενου κράτους
- luminaire / appareil d'éclairage : φωτιστικό / συσκευή φωτισμού
- encolleuse / machine à étendre l'adhésif : μηχανή απόθεσης κόλλας
- applique / applique murale : απλίκα / απλίκα τοίχου
- applique : απλίκα / επιτοίχια λυχνία
- applique : φωτιστικό τοίχου
- lock-outer / appliquer le lock-out : κηρύσσω ανταπεργία
Subscribe
0 Comments