Εφαρμογή του

apprêt στα ελληνικά
apprêt
λέγεται
απρέ
.
apprêt
σημαίνει στα ελληνικά
κατεργασία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- apprêt : κολλάρισμα
- apprêt : στόκος προετοιμασίας
- apprêt / surfacer : εξισωτικός στόκος
- apprêt : βασική στρώση χρώματος
- finissage / apprêt d'un tissu : φινίρισμα υφάσματος / τελική επεξεργασία υφάσματος
- papier brut / papier sans apprêt : ακατέργαστο χαρτί
- bac d'apprêt : δοχείο για το κολλάρισμα
- apprêt linon : φινίρισμα οργκαντίνας
- apprêt wigan : φινίρισμα γουίγκαν
- apprêt ignifuge : αντιπυρικό φινίρισμα
Subscribe
0 Comments