Εφαρμογή του

arête στα ελληνικά
arête
λέγεται
αρέτ
.
arête
σημαίνει στα ελληνικά
(ψαρο)κόκαλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- arête : γωνία
- arête / bavure : ραφή / γρέζι
- arête / arête de coupe : κόψη εργαλείου κοπής
- arête : αθήρ / άγανο
- arête : κρηπίδα
- arête / taillant : ακμή / κόψη
- avivé / à vive arête : γωνιοτομημένος
- siam / filet de Versailles en arête : Kοπή άκρων
- quille / arête ventrale : κοιλιακό κάθετο πτερύγιο αεροσκάφους
- désarêter / dépouiller des arêtes : αφαιρώ τα πτερύγια
Subscribe
0 Comments