Εφαρμογή του

armature στα ελληνικά
armature
λέγεται
αρματύρ
.
armature
σημαίνει στα ελληνικά
οπλισμός / σκελετός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- armature : οπλισμός
- armature : οπλισμός / επαγωγικό τύμπανο
- armature / ferraillage : οπλισμός
- armure / armature : οπλισμός καλωδίου / θωράκιση του καλωδίου
- armature : πλαίσιο οπτικού στοιχείου / περίβλημα οπτικού στοιχείου
- armature : ενισχυτικό υλικό
- armature : μόνωση / θωράκιση
- cadre / armature : νομέας / πλαίσιο δομής
- armature / ferrures : πλαίσιο
- armature : οπλισμός πυρήνα
Subscribe
0 Comments