Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

arme στα ελληνικά
arme
λέγεται
αρμ
.
arme
σημαίνει στα ελληνικά
όπλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Convention sur l'interdiction de la mise au point, de la fabrication et du stockage des armes bactériologiques (biologiques) ou à toxines et sur leur destruction / BTWC : Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών (βιολογικών) και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" / BTWC
- OIAC / Organisation pour l'interdiction des armes chimiques : ΟΑΧΟ / Οργανισμός για την απαγόρευση των χημικών όπλων
- ADM / arme de destruction massive : ΟΜΚ / όπλο μαζικής καταστροφής
- TNP / traité sur la non-prolifération : Συνθήκη περί μη διαδόσεως των πυρηνικών όπλων
- ALPC / armes légères : φορητά όπλα και ελαφρός οπλισμός / φορητά όπλα και ελαφρύς οπλισμός
- CCAC / convention sur les armes classiques : Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα / Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα
- arme : όπλο
- CAC / Convention sur les armes chimiques : Σύμβαση για τα χημικά όπλα / Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους
- CEMA / chef d'état-major des armées : Α/ΓΕΕΘΑ
- IFAC / installation de fabrication d'armes chimiques : εγκατάσταση παραγωγής χημικών όπλων
Subscribe
0 Comments


